κου
Смотреть что такое "κου" в других словарях:
κου — κοῡ, κου (Α) ιων. τ. βλ. πού, που … Dictionary of Greek
κού — κου , πού ionic (enclitic indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κου Κλουξ Κλαν — (Ku Klux Klan). Μυστική ρατσιστική οργάνωση με δράση στις ΗΠΑ. Η ονομασία της μάλλον προέρχεται από το Kuklos (= κύκλος), φοιτητική λέσχη της πόλης Πουλάσκι στην πολιτεία Τενεσί. Εμφανίστηκε στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ μετά τον εμφύλιο πόλεμο… … Dictionary of Greek
κου — πού ionic (enclitic indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοὐ — οὐ , οὐ in truth proclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοὔ — οὔ , οὐ in truth proclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοῦ — κέω to lie down pres imperat mp 2nd sg (attic) κέω to lie down imperf ind mp 2nd sg (attic) πού ionic (enclitic indeclform adverb) ποῦ where? ionic (indeclform interrog) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κου-Κλουξ-Κλαν — η ονομασία δύο χωριστών και άσχετων μεταξύ τους τρομοκρατικών ρατσιστικών οργανώσεων τών Ηνωμένων Πολιτειών, από τις οποίες η μία συστάθηκε αμέσως μετά τον Εμφύλιο πόλεμο και διατηρήθηκε ώς τη δεκαετία τού 1870 και η άλλη πρωτοεμφανίστηκε το 1915 … Dictionary of Greek
Κου Kάι-τσιν — (Ku K’ai chih, 4ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ζωγράφος. Πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του υπάρχουν μεταξύ των ετών 345 405. Ήταν ποιητής, ενεργός ταοϊστής και θεωρητικός της τέχνης, διάσημος στην εποχή του για τις προσωπογραφίες συγχρόνων του και… … Dictionary of Greek
Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου … Dictionary of Greek
κουφότερ' — κοῡφότερα , κοῦφος light neut nom/voc/acc comp pl κοῡφότερε , κοῦφος light masc voc comp sg κοῡφότεραι , κοῦφος light fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)